Γερμανική οικονομία: Η «τέλεια» καταιγίδα που απειλεί την ατμομηχανή της Ευρώπης

Γερμανική οικονομία: Η «τέλεια» καταιγίδα που απειλεί την ατμομηχανή της Ευρώπης

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ UPD 19:03 Δημιουργία 26/05/23, 18:22
Αρθρογράφος: Newsroom
NEWSROOM

Η Γερμανία αποτελεί διαχρονικά μετά την ανάκαμψή της από τη συμφορά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, βοηθώντας την περιοχή να ανακάμψει από τις αλλεπάλληλες.

Ωστόσο, οι αντοχές της γερμανικής οικονομία φαίνεται πως καταρρέουν και τα προβλήματα ενδέχεται να γιγαντωθούν.

Δεκαετίες προβληματικής ενεργειακής πολιτικής, το τέλος των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων και η αγκομαχούσα μετάβαση στις νέες τεχνολογίες αποτελούν τη νέα «τέλεια καταιγίδα» η οποία αποτελεί μία καίρια απειλή για την ευημερία της χώρας από την εποχή της επανένωσής της. Σε σχέση με το 1990, οι σημερινοί πολιτικοί, όμως, φαίνεται πως δεν έχουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν τα δομικά προβλήματα τα οποία πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

«Ως κοινωνία, είμασταν αδαείς αφού πιστεύαμε πως τα πάντα βαίνουν καλώς», τόνισε o CEO της BASF SE, Μάρτιν Μπρούντερμιλερ, προσθέτοντας πως «τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουμε ως χώρα πολλαπλασιάζονται. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία περίοδο αλλαγής και δε γνωρίζω αν το έχουμε καταλάβει».

Αν και το Βερολίνο έχει καταφέρει να ξεπεράσει πολλές κρίσεις στο παρελθόν, το ερώτημα είναι εάν θα μπορέσει να τα καταφέρει και τώρα. Οι πιθανότητες, όμως, είναι περιορισμένες. Ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς και η κυβέρνηση συνεργασίας του παραμένουν διχασμένοι όσον αφορά ζητήματα όπως το χρέος, μέχρι και… τα όρια ταχύτητας στους δρόμους.

Δεν μπορούν, όμως, να αγνοήσουν τους «συναγερμούς». Παρά τις δηλώσεις του Σολτς στο Bloomberg τον περασμένο Ιανουάριο όσον αφορά την ικανότητα της Γερμανίας να αποφύγει την ύφεση φέτος, τα πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν πως η γερμανική οικονομία έχει συρρικνωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ έχει καταγράψει ανάπτυξη μόνο 2 εκ των 5 τελευταίων τριμήνων.

Οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η γερμανική ανάπτυξη θα υστερήσει της υπόλοιπης ευρωπαϊκής για πολλά χρόνια, ενώ το ΔΝΤ εκτιμά πως η Γερμανία θα καταγράψει τα απογοητευτικότερα οικονομικά στοιχεία μεταξύ του γκρουπ των G7. Παρ’ όλα αυτά, ο Σολτς φαίνεται πως παραμένει αισιόδοξος, τονίζοντας πως «οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία είναι πολύ καλές. Επιλύουμε τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουμε μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας και της χρήσης της δυναμικής των αγορών».

Η ανησυχία πολλών είναι πως τα πρόσφατα αυτά στοιχεία δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Η Γερμανία δεν είναι έτοιμη να προσφέρει επαρκή ενέργεια στον βιομηχανικό της τομέα ο οποίος βασίζεται ως επί το πλείστον στην πεπαλαιωμένη τεχνολογία, ενώ δεν έχει την πολιτική και οικονομική βούληση να μεταστρέψει τις δραστηριότητές της σε άλλους, γρηγορότερα αναπτυσσόμενους κλάδους. Η πληθώρα των προβλημάτων αυτών υποδεικνύει ένα «άγουρο ξύπνημα» για την μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία η οποία έχει πια συνηθίσει στην απροβλημάτιστη ανάπτυξη και παντοκρατορία.

Ορισμένοι βιομηχανικοί κολοσσοί όπως Volkswagen, Siemens και Bayer υποστηρίζονται από τις μικρότερες εταιρείες της χώρας, ενώ η συντηρητική οικονομική πολιτική της χώρας της προσφέρει μία σταθερότερη βάση σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.

Το κύριο μέλημα για το Βερολίνο είναι η εξισορρόπηση του ενεργειακού τομέα της χώρας. Η φθηνή ενέργεια αποτελεί προϋπόθεση για την βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Η Γερμανία, ακόμα και πριν την ενεργειακή κρίση, είχε μερικές από τις μεγαλύτερες τιμές ηλεκτρικού στην Ευρώπη. Η απουσία αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών θα σημάνει τη μεταφορά των βιομηχανιών σε άλλα κράτη.

Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να αντισταθμίσει τις ανησυχίες αυτές μέσω της εφαρμογής πλαφόν στις τιμές ενέργειας ορισμένων ενεργοβόρων βιομηχανιών όπως οι χημικές, μέχρι το 2030, πλάνο το οποίο θα κοστίσει περίπου $30 δισεκατομμύρια στους φορολογούμενους. Παρ’ όλα αυτά, η λύση αυτή είναι παροδική και υποδεικνύει τη δριμύτητα της κατάστασης.

Έχοντας «βάλει λουκέτο» στους τελευταίους πυρηνικούς της αντιδραστήρες και με κύριο στόχο την άρση χρήσης άνθρακα για την ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2030, η χώρα έχει δημιουργήσει αιολικά και ηλιακά πάρκα ηλεκτροπαραγωγικής ικανότητας περίπου 10 γιγαβάτ, κάτι το οποίο αποτελεί μόλις το ήμισυ των περσινών κλιματικών της στόχων.

Η κυβέρνηση Σολτς αποσκοπεί στην σύνδεση 625 εκατομμυρίων ηλιακών πάνελ και 19.000 αιολικών τουρμπίνων μέχρι το 2030, αλλά έχει δεσμευτεί να επιταχύνει τις προσπάθειες. Παράλληλα, η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, λόγω της μετάβασης στα ηλεκτρικά οχήματα, της πράσινης μετάβασης των βιομηχανιών και πολλούς άλλους λόγους.

«Βλέπουμε αυξημένο ενδιαφέρον όσον αφορά τις παραγγελίες μας», τόνισε η Chief Financial Officer (CFO) της Siemens Energy, Μαρία Φεράρο.

Στην πραγματικότητα, οι πρώτες ύλες για την εύρυθμη παραγωγή καθαρής ενέργειας της Γερμανίας είναι περιορισμένες αφού η χώρα έχει σχετικά μικρή ακτογραμμή και περιορισμένη ηλιοφάνεια. Αντιθέτως, η χώρα αποσκοπεί στη δημιουργία υποδομών για την εισαγωγή και αποθήκευση υδρογόνου από χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Σαουδική Αραβία, ποντάροντας σε μία τεχνολογία η οποία δεν έχει δοκιμαστεί σε ευρύ επίπεδο.

Παράλληλα, η Γερμανία θα πρέπει να επιταχύνει και την κατασκευή των δικτύων υψηλής τάσης τα οποία θα συνδέουν τα αιολικά πάρκα με τις βιομηχανίες. Επίσης, δεν υπάρχει ακόμα καμία δυνατότητα για την αποθήκευση της ηλεκτρικής ενέργειας αυτής.

«Η Γερμανία χρειάζεται μία πολιτική συμφωνία όσον αφορά την επέκταση του δικτύου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), τόνισε η καθηγητής του ινστιτούτου ερευνών DIW, Κλάουντια Κέμφερτ, προσθέτοντας πως «άλλες πολιτικές συμμαχίες μετά από τις εκλογές του 2025 θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την μετάβαση αυτή, κάτι το οποίο είναι αρνητικό για τη Γερμανία».

Καινοτομία

Η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας φαίνεται πως έχει έχει ένα καλά χρηματοδοτούμενο σύστημα το οποίο θα αποτελέσει πηγή ιδεών και λύσεων για την καινοτομία της. Οι επενδύσεις στην Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) είναι οι τέταρτες μεγαλύτερες του κόσμου, πίσω από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιαπωνία. Το 1/3 των παγκόσμιων πατεντών που κατατίθενται προέρχονται από τη Γερμανία.

Μεγάλο μέρος της καινοτομίας αυτής οφείλεται σε κολοσσούς όπως η Siemens και η Volkswagen και αφορά τις ανεπτυγμένες βιομηχανίες της χώρας. Αν και οι μικρότερες βιομηχανίες τα πάνε καλά, το ποσοστό των νέων startups στη Γερμανία μειώνεται, σε αντίθεση με τα στοιχεία που καταγράφονται σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.

Ο λόγος είναι η αυξημένη γραφειοκρατία αλλά και η δυσκολία χρηματοδότησης. Οι επενδύσεις των VCs στη χώρα κυμάνθηκαν στα $11,7 δισεκατομμύρια το 2022 σε σχέση με τα $234,5 δισεκατομμύρια στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την DealRoom. Η Γερμανία υποφέρει, παράλληλα και από ένα πανεπιστημιακό σύστημα το οποίο δεν είναι και τόσο καλό σε σχέση με τα αντίστοιχα παγκόσμιας κλάσης της Βρετανίας, της Κίνας και των ΗΠΑ.

Ακόμα και τα στοιχεία των πατεντών υποδεικνύουν μείωση, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Berterlsmann Stiftung.

H μείωση της καινοτομίας αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή στον πάλαι ποτέ κραταιό τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αν και εταιρείες όπως η Porsche και η BMW είχαν αποτελέσει ορόσημα της βενζινοκίνησης, τα ηλεκτρικά οχήματα έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα. Η BYD Co., ξεπέρασε σε πωλήσεις την Volkswagen στην Κίνα το περασμένο τρίμηνο, λόγω των φθηνότερων τιμών αλλά και της μεγαλύτερης εμβέλειας και των third-party εφαρμογών των αυτοκινήτων της.

Μεγάλο μέρος του γερμανικού πλούτου και της κοινωνικής της σταθερότητας οφείλονται στον βιομηχανικό τομέα ο οποίος παρέχει καλοπληρωμένες θέσεις στους εργαζομένους. Η ανάπτυξη αυτή έχει οδηγήσει σε εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές και τις πρώτες ύλες, κυρίως από την Κίνα. Όπως και πολλές άλλες δημοκρατικές δυνάμεις μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία τώρα προσπαθεί να «απογαλακτιστεί» από την κινεζική υπερδύναμη αλλά οι μεγαλύτερες εταιρείες της φαίνεται πως δε θέλουν να ακολουθήσουν το αφήγημα της κυβέρνησης.

Τράπεζες και τεχνολογία

Υπάρχουν, επίσης, δύο τομείς στους οποίους η Γερμανία έχει υστερήσει τα τελευταία χρόνια: στην τεχνολογία και τα χρηματοοικονομικά.

Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων των Γερμανών διαχειρίζεται ένα δίκτυο 360 δημοσίων τραπεζών, λεγόμενες και Sparkassen. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτά διαχειρίζονται οι τοπικές κοινότητες, κάτι το οποίο περιορίζει τόσο την επιρροή της γερμανικής οικονομίας όσο και τις δυνατότητές της.

Οι δύο μεγαλύτερες εισηγμένες τράπεζες της χώρας, Deutsche Bank και Commerzbank έχουν αντιμετωπίσει σωρεία προβλημάτων και σκανδάλων εδώ και χρόνια. Αν και τα πράγματα βελτιώνονται, οι τράπεζες αυτές είναι πολύ πιο αδύναμες σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στη Wall Street. Η συνολική κεφαλαιοποίησή τους είναι λιγότερη από το 1/10 της αντίστοιχης της JPMorgan.

Στον τομέα της τεχνολογίας, ο μεγαλύτερος «παίκτης» της γερμανικής αγοράς είναι η SAP SE ενώ δεν υπάρχουν άλλα λαμπρά παραδείγματα. Η Wirecard AG για λίγο καιρό τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας επάνω της, πριν καταρρεύσει ατάκτως λόγω λογιστικού σκανδάλου.

Η έλλειψη επενδύσεων της Γερμανίας στον τομέα της τεχνολογίας και δη της ψηφιακής είναι απογοητευτική. Παρά τις καλές υποδομές διαδικτύου, κατέγραψε τις 4ες χαμηλότερες επενδύσεις στον τομέα σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.

«Χρόνια έλλειψης επενδύσεων έχουν δημιουργήσει πρόβλημα στη Γερμανία», τόνισε ο αναλυτής του Bloomberg, Τζέιμι Ρας, προσθέτοντας πως «το Βερολίνο θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα και να προχωρήσει σε κινήσεις για τη στήριξη των πρότζεκτ υποδομών».

Ο Σολτς, όμως, αν και ανακοίνωσε σχέδιο βελτίωσης της παροχής οπτικών ινών και υποδομών κινητής τηλεφωνίας στη χώρα, δεν φαίνεται πως έχει την ξεκάθαρη πολιτική εντολή για να προωθήσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.

Δεδομένης της διασπασμένης τριπλής συμμαχίας της γερμανικής κυβέρνησης, η χώρα κλυδωνίζεται, ενώ η ακροδεξιά ελλοχεύει, καταγράφοντας ολοένα και αυξανόμενη δημοτικότητα.

Δημογραφικό

Η διάσπαση των πολιτικών απόψεων κινδυνεύει να επιδεινωθεί τη στιγμή που ο πληθυσμός γίνεται ολοένα και γηραιότερος, θέτοντας τους «βολεμένους» Γερμανούς συνταξιούχους έναντι των φτωχών νέων οι οποίοι ανησυχούν για το μέλλον τους. Οι διαφορές αυτές έχουν προκαλέσει κοινωνικές εντάσεις και κινητοποιήσεις.

Ο βιομηχανικός τομέας έχει ήδη νιώσει την έλλειψη των εργαζομένων, με πρόσφατη έρευνα να υποδεικνύει πως το 50% των εταιρειών έχουν μειώσει την παραγωγή τους λόγω προβλημάτων με το εργατικό δυναμικό, κάτι το οποίο κοστίζει στην οικονομία $85 δισεκατομμύρια ετησίως.

Φέτος, πάνω από 1 εκατομμύριο Γερμανοί θα φτάσουν το όριο συνταξιοδότησης, 320.000 άνω του αριθμού των ατόμων τα οποία θα ενηλικιωθούν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, σύμφωνα με επίσημα δεδομένα, η διαφορά αυτή θα αγγίξει τα 500.000 άτομα, όσο και ο πληθυσμός της Νυρεμβέργης.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο ΟΟΣΑ υπογράμμισε τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει η χώρα: «Καμία ανεπτυγμένη, εκβιομηχανισμένη οικονομία δεν έχει αντιμετωπίσει τόσο μεγάλα προβλήματα στο παρελθόν».

Σύμφωνα, τέλος με τον καθηγητή της SAIS Europe, Ντέινα Άλλιν, «η σταθερότητα της γερμανικής οικονομίας αποτελεί κύριο συστατικό της ευρύτερης ευρωπαϊκής συνοχής και τώρα απειλείται».

Πηγή: Newmoney.gr

Αν σου άρεσε κάνε